"ἔντερον" meaning in All languages combined

See ἔντερον on Wiktionary

Noun [Altgriechisch]

Etymology: Erbwort aus dem indogermanischen *entero-, das eine adjektivierte From des Adverbs *enter ist, das seinerseits der Komparativ zu dem Adverb *en (altgriechisch ἔν (en^☆) ^(→ grc)) ist; somit etymologisch verwandt mit sanskritisch आन्तर (āntara) ^(→ sa) und अन्तर् (antar) ^(→ sa), lateinisch inter ^(→ la) und althochdeutsch untar ^(→ goh) (neuhochdeutsch unter)
  1. meist imPlural: Darm; Gedärm, Eingeweide
    Sense id: de-ἔντερον-grc-noun-GJ4AiNU- Topics: anatomy
  2. Regenwurm („Eingeweide der Erde“) Tags: figurative
    Sense id: de-ἔντερον-grc-noun-hBRZEOfH
The following are not (yet) sense-disambiguated
Derived forms: ἐντερικός, ἐντέριον, ἐντεριώνη, ἐντεροκήλη, ἐντερόμφαλος, ἐντερόνεια, ἐντεροπονέω Translations (Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide): Darm [masculine] (Deutsch), Gedärm [neuter] (Deutsch), Eingeweide [neuter] (Deutsch) Translations (übertragen: Regenwurm („Eingeweide der Erde“)): Regenwurm [masculine] (Deutsch)
{
  "categories": [
    {
      "kind": "other",
      "name": "Altgriechisch",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Anagramm sortiert (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Rückläufige Wörterliste (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Substantiv (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Siehe auch",
      "orig": "siehe auch",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Übersetzungen (Altgriechisch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Übersetzungen (Althochdeutsch)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Übersetzungen (Latein)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    },
    {
      "kind": "other",
      "name": "Übersetzungen (Sanskrit)",
      "parents": [],
      "source": "w"
    }
  ],
  "derived": [
    {
      "word": "ἐντερικός"
    },
    {
      "word": "ἐντέριον"
    },
    {
      "word": "ἐντεριώνη"
    },
    {
      "word": "ἐντεροκήλη"
    },
    {
      "word": "ἐντερόμφαλος"
    },
    {
      "word": "ἐντερόνεια"
    },
    {
      "word": "ἐντεροπονέω"
    }
  ],
  "etymology_text": "Erbwort aus dem indogermanischen *entero-, das eine adjektivierte From des Adverbs *enter ist, das seinerseits der Komparativ zu dem Adverb *en (altgriechisch ἔν (en^☆) ^(→ grc)) ist; somit etymologisch verwandt mit sanskritisch आन्तर (āntara) ^(→ sa) und अन्तर् (antar) ^(→ sa), lateinisch inter ^(→ la) und althochdeutsch untar ^(→ goh) (neuhochdeutsch unter)",
  "hyphenation": "ἔν·τε·ρον",
  "lang": "Altgriechisch",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Homer, Ilias, 13,506–508",
          "text": "„Ἰδομενεὺς δ’ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην,\nῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς\nἤφυσ’· ὃ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.“"
        },
        {
          "ref": "Homer, Odyssee, 21,404–409",
          "text": "„ὣς ἄρ’ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,\nαὐτίκ’ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ,\nὡς ὅτ’ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς\nῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,\nἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,\nὣς ἄρ’ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.“"
        },
        {
          "ref": "Aischylos, Agamemnon, 1219–1222",
          "text": "„παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων,\nχεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς,\nσὺν ἐντέροις τε σπλάγχν᾽, ἐποίκτιστον γέμος,\nπρέπουσ᾽ ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο.“"
        },
        {
          "ref": "Aristophanes, Nubes, 159–160",
          "text": "„ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην,\nὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.“"
        },
        {
          "ref": "Aristophanes, Ranae, 475–477",
          "text": "„τὼ νεφρὼ δέ σου\nαὐτοῖσιν ἐντέροισιν ᾑματωμένω\nδιασπάσονται Γοργόνες Τειθράσιαι,\nἐφ’ ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "meist imPlural: Darm; Gedärm, Eingeweide"
      ],
      "id": "de-ἔντερον-grc-noun-GJ4AiNU-",
      "sense_index": "1",
      "topics": [
        "anatomy"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Aristoteles, De incessu animalium, 705b",
          "text": "„ὅσα δὲ μὴ τοιούτοις μορίοις, αὐτῷ δὲ τῷ σώματι διαλήψεις ποιούμενα προέρχεται, καθάπερ ἔνια τῶν ἀπόδων, οἷον οἵ τε ὄφεις καὶ τὸ τῶν καμπῶν γένος, καὶ πρὸς τούτοις ἃ καλοῦσι ἔντερα γῆς, ὑπάρχει μὲν καὶ ἐν τούτοις τὸ λεχθέν, οὐ μὴν διασεσάφηταί γ’ ὁμοίως.“"
        },
        {
          "ref": "Arat, Phaenomena, 956–959",
          "text": "„καὶ κοίλης μύρμηκες ὀχῆς ἒξ ὤεα πάντα\nθᾶσσον ἀνηνέγκαντο· καὶ ἀθρόοι ὦφθεν ἴουλοι\nτείχε’ ἀνέρποντες, καὶ πλαζόμενοι σκώληκες\nκεῖνοι τοὺς καλέουσι μελαίνης ἔντερα γαίης.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "Regenwurm („Eingeweide der Erde“)"
      ],
      "id": "de-ἔντερον-grc-noun-hBRZEOfH",
      "sense_index": "2",
      "tags": [
        "figurative"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "lang": "Altgriechisch",
      "lang_code": "grc"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "translations": [
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Darm"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "Gedärm"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "Eingeweide"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "übertragen: Regenwurm („Eingeweide der Erde“)",
      "sense_index": "2",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Regenwurm"
    }
  ],
  "word": "ἔντερον"
}
{
  "categories": [
    "Altgriechisch",
    "Anagramm sortiert (Altgriechisch)",
    "Rückläufige Wörterliste (Altgriechisch)",
    "Substantiv (Altgriechisch)",
    "siehe auch",
    "Übersetzungen (Altgriechisch)",
    "Übersetzungen (Althochdeutsch)",
    "Übersetzungen (Latein)",
    "Übersetzungen (Sanskrit)"
  ],
  "derived": [
    {
      "word": "ἐντερικός"
    },
    {
      "word": "ἐντέριον"
    },
    {
      "word": "ἐντεριώνη"
    },
    {
      "word": "ἐντεροκήλη"
    },
    {
      "word": "ἐντερόμφαλος"
    },
    {
      "word": "ἐντερόνεια"
    },
    {
      "word": "ἐντεροπονέω"
    }
  ],
  "etymology_text": "Erbwort aus dem indogermanischen *entero-, das eine adjektivierte From des Adverbs *enter ist, das seinerseits der Komparativ zu dem Adverb *en (altgriechisch ἔν (en^☆) ^(→ grc)) ist; somit etymologisch verwandt mit sanskritisch आन्तर (āntara) ^(→ sa) und अन्तर् (antar) ^(→ sa), lateinisch inter ^(→ la) und althochdeutsch untar ^(→ goh) (neuhochdeutsch unter)",
  "hyphenation": "ἔν·τε·ρον",
  "lang": "Altgriechisch",
  "lang_code": "grc",
  "pos": "noun",
  "senses": [
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Homer, Ilias, 13,506–508",
          "text": "„Ἰδομενεὺς δ’ ἄρα Οἰνόμαον βάλε γαστέρα μέσσην,\nῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ’ ἔντερα χαλκὸς\nἤφυσ’· ὃ δ’ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ.“"
        },
        {
          "ref": "Homer, Odyssee, 21,404–409",
          "text": "„ὣς ἄρ’ ἔφαν μνηστῆρες· ἀτὰρ πολύμητις Ὀδυσσεύς,\nαὐτίκ’ ἐπεὶ μέγα τόξον ἐβάστασε καὶ ἴδε πάντῃ,\nὡς ὅτ’ ἀνὴρ φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς\nῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν,\nἅψας ἀμφοτέρωθεν ἐϋστρεφὲς ἔντερον οἰός,\nὣς ἄρ’ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς.“"
        },
        {
          "ref": "Aischylos, Agamemnon, 1219–1222",
          "text": "„παῖδες θανόντες ὡσπερεὶ πρὸς τῶν φίλων,\nχεῖρας κρεῶν πλήθοντες οἰκείας βορᾶς,\nσὺν ἐντέροις τε σπλάγχν᾽, ἐποίκτιστον γέμος,\nπρέπουσ᾽ ἔχοντες, ὧν πατὴρ ἐγεύσατο.“"
        },
        {
          "ref": "Aristophanes, Nubes, 159–160",
          "text": "„ἦ ῥᾳδίως φεύγων ἂν ἀποφύγοι δίκην,\nὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδος.“"
        },
        {
          "ref": "Aristophanes, Ranae, 475–477",
          "text": "„τὼ νεφρὼ δέ σου\nαὐτοῖσιν ἐντέροισιν ᾑματωμένω\nδιασπάσονται Γοργόνες Τειθράσιαι,\nἐφ’ ἃς ἐγὼ δρομαῖον ὁρμήσω πόδα.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "meist imPlural: Darm; Gedärm, Eingeweide"
      ],
      "sense_index": "1",
      "topics": [
        "anatomy"
      ]
    },
    {
      "examples": [
        {
          "ref": "Aristoteles, De incessu animalium, 705b",
          "text": "„ὅσα δὲ μὴ τοιούτοις μορίοις, αὐτῷ δὲ τῷ σώματι διαλήψεις ποιούμενα προέρχεται, καθάπερ ἔνια τῶν ἀπόδων, οἷον οἵ τε ὄφεις καὶ τὸ τῶν καμπῶν γένος, καὶ πρὸς τούτοις ἃ καλοῦσι ἔντερα γῆς, ὑπάρχει μὲν καὶ ἐν τούτοις τὸ λεχθέν, οὐ μὴν διασεσάφηταί γ’ ὁμοίως.“"
        },
        {
          "ref": "Arat, Phaenomena, 956–959",
          "text": "„καὶ κοίλης μύρμηκες ὀχῆς ἒξ ὤεα πάντα\nθᾶσσον ἀνηνέγκαντο· καὶ ἀθρόοι ὦφθεν ἴουλοι\nτείχε’ ἀνέρποντες, καὶ πλαζόμενοι σκώληκες\nκεῖνοι τοὺς καλέουσι μελαίνης ἔντερα γαίης.“"
        }
      ],
      "glosses": [
        "Regenwurm („Eingeweide der Erde“)"
      ],
      "sense_index": "2",
      "tags": [
        "figurative"
      ]
    }
  ],
  "sounds": [
    {
      "lang": "Altgriechisch",
      "lang_code": "grc"
    }
  ],
  "tags": [
    "neuter"
  ],
  "translations": [
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Darm"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "Gedärm"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "Anatomie, meist im Plural: Darm; Gedärm, Eingeweide",
      "sense_index": "1",
      "tags": [
        "neuter"
      ],
      "word": "Eingeweide"
    },
    {
      "lang": "Deutsch",
      "lang_code": "de",
      "sense": "übertragen: Regenwurm („Eingeweide der Erde“)",
      "sense_index": "2",
      "tags": [
        "masculine"
      ],
      "word": "Regenwurm"
    }
  ],
  "word": "ἔντερον"
}

Download raw JSONL data for ἔντερον meaning in All languages combined (4.7kB)


This page is a part of the kaikki.org machine-readable All languages combined dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2024-11-27 from the dewiktionary dump dated 2024-11-21 using wiktextract (65a6e81 and 0dbea76). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.

If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.